- πολυκομματικός
- -ή, -ό, Ναυτός που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη ή τη συμμετοχή πολλών πολιτικών κομμάτων (α. «πολυκομματικό σύστημα» β. «πολυκομματική κυβέρνηση»).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + κόμμα, -ατος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυκομματικός — ή, ό αυτός που έχει ή που περιλαμβάνει πολλά κόμματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
Μάλι — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με την Αλγερία, στα Α με τη Δημοκρατία του Νίγηρα, στα Δ με τη Μαυριτανία και τη Σενεγάλη και στα Ν με τη Γουινέα, την Ακτή του Ελεφαντοστού και την Μπουρκίνα Φάσο.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς… … Dictionary of Greek